Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Ένας γάιδαρος φορτωμένος αλάτι

(Ένας μύθος του Αισώπου)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μικρέμπορος που είχε έναν γάιδαρο να τον βοηθάει για να μεταφέρει τα εμπορεύματά του. Μια μέρα, λοιπόν, ο έμπορός μας βρήκε φτηνό αλάτι και τ΄ αγόρασε σε τιμή ευκαιρίας, γι΄ αυτό και αγόρασε μπόλικο.
-Θα το μοσχοπουλήσω, γαϊδαράκο μου, και τότε θ΄ ανοίξουν οι δουλειές μας!
-Εμένα δε με σκέφτεται, μουρμούρισε ο γάιδαρος, που μ΄ έχει φορτώσει σαν γαϊδούρι.
Έτσι όπως ήταν παραφορτωμένο το ζώο, γλιστρά χωρίς να το θέλει, στο ποτάμι που περνούσε δίπλα στο δρόμο τους και τότε λιώνει το αλάτι μέσα στο νερό κι ο γαϊδαράκος μας μια χαρά ελάφρυνε και σηκώθηκε και περπατούσε εύκολα. Ο έμπορος όμως, στεναχωρημένος για την ατυχία του, επέστρεψε στην πόλη κι αγόρασε κι άλλα σακιά αλάτι και φόρτωσε τον γάιδαρο περισσότερο από προηγουμένως.
-Άντε, γαϊδαράκο μου, κουράγιο και θα τα καταφέρουμε τώρα!
Αλλά ο γάιδαρος ο πονηρός, όταν έφτασαν κοντά στο ποτάμι, πάλι γλίστρησε, επίτηδες τώρα, στο νερό και φυσικά ελάφρυνε το βάρος του, αφού έλιωσε πάλι το αλάτι στο νερό.
-Όχι θα κάτσω να σκάσω, σιγομουρμούρισε γκαρίζοντας με ικανοποίηση.
Ο έμπορος όμως βαστώντας το κεφάλι του μ΄ απελπισία, αποφάσισε να μη ξαναγοράσει αλάτι, αλλά πηγαίνοντας στην πόλη, αγόρασε σφουγγάρια και φόρτωσε το ζώο.
-Ε, αυτή τη φορά δε θα γλιστρήσει το καημένο το  γαϊδούρι μου από το βάρος, σκέφτηκε.
Έλα όμως που ο πονηρός ο γάιδαρος ξανάπεσε στο νερό για να ελαφρύνει…
 Όμως αυτή τη φορά γελάστηκε πανηγυρικά! Τα σφουγγάρια μόλις βράχηκαν, έγιναν διπλάσια σε βάρος κι ο γαϊδαράκος μας  αγκομαχούσε  σ΄ όλο το δρόμο.

Έτσι είναι: πολλές φορές οι πονηροί, που βρήκαν την ευτυχία κοροϊδεύοντας τους άλλους, έρχεται ώρα που δυστυχούν.